Στον πρόλογο της Μεγάλης Εβδομάδας, το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, η Εκκλησία μας
καλεί τους πιστούς να ζήσουν “…τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου τὰς ἀπαρχάς”.
Ο λόγος του υμνογράφου ακούγεται τότε ιδιαίτερα προτρεπτικός σε προσωπικό κάλεσμα:
“Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ
συσταυρωθῶμεν…”.
Όσο κι αν η λογική στέκεται ανίκανη να συλλάβει τα “υπέρ λόγον”, η καρδιά συγκλονίζεται
από τη μυσταγωγία των Παθών του Κυρίου, κατανύσσεται από το μέγεθος και το μεγαλείο
της υπέρτατης θυσίας.
Ο χριστιανός αισθάνεται πως πάσχει γι’ αυτόν ο Θεός με μια αγάπη χωρίς όρια.
Πώς να μείνει ασυγκίνητη η ψυχή; Πώς να αμφιταλαντεύεται απαρηγόρητη στους δικούς
της πόνους; Πώς να μην πλημμυρίζει από ευγνώμονα συναισθήματα;
Συγκλονίζεται ο πιστός ατενίζοντας τον πάσχοντα Κύριο ν’ απευθύνεται προς τον
Παντοκράτορα.
“Ο Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι• ἵνα τί ἐγκατέλιπές με;” (Ψαλμ. 21, 1).
Θεέ μου, Θεέ μου, δώσε προσοχή σε μένα. Γιατί με εγκατέλειψες και με στέρησες από την
παρηγοριά και την ενίσχυσή σου;
“μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν” (στ. 12).
Μην απομακρυνθείς από μένα και τώρα, που είμαι εγκαταλελειμμένος, γιατί η θλίψη με
σφίγγει από παντού και δεν υπάρχει ο βοηθός και προστάτης μου.